|
---|
ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΙΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΗ Β/ΘΜΙΑ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ |
---|
Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΑΝΩΤΑΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ |
ΟΧΙ ΟΙ ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΕΣ ΕΞΕΤΑΣΕΙΣ ΣΤΑ ΠΑΝ/ΜΙΑ- ΟΧΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΛΥΤΗ ΣΑΠΙΛΑ ΣΤΗΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗ |
Η ΒΑΣΗ ΤΟΥ ΔΕΚΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΑ ΑΝΩΤΑΤΑ ΙΔΡΥΜΑΤΑ
Για τον προοδευτικό άνθρωπο η μικρότερη συμμετοχή των φτωχών στις σπουδές και οι χαμηλότερες επιδόσεις τους έχουν πράγματι κοινωνικές αιτίες, αλλά αυτές οι αιτίες δεν μπορεί να σχετικοποιούν ούτε τις επιδόσεις, αλλά ούτε και τις ελάχιστες απαιτήσεις και εφόδια για να πραγματοποιηθεί μία ανώτατη σπουδή. Απλά εξηγούν το πρόβλημα, δίνουν την ιστορική - κοινωνική διάστασή του. Οι κρατικοκομματικές συνδικαλιστικές οργανώσεις της εκπαίδευσης επιμένουν όμως ότι μέχρι να καταργηθούν οι «κοινωνικές αιτίες» της ανισότητας, δηλαδή μέχρι να καταργηθεί ο καπιταλισμός που τις παράγει, θα πρέπει να συνεχίσουν να εισάγονται στα ανώτατα ιδρύματα μαθητές με βαθμολογίες ακόμα και κοντά στο μηδέν! Αυτή η φαιοκόκκινη γραφειοκρατία επέβαλε στην ουσία σαν «δημοκρατικό» μέτρο την κατάργηση κάθε ελάχιστου ποσού γνώσεων για την είσοδο στα ανώτατα ιδρύματα. Η άρνηση κάθε αξιολόγησης των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων και των καθηγητών, που συστηματικά υποστηρίζει η φαιοκόκκινη γραφειοκρατία, κρύβει την καταστροφή των παραγωγικών δυνάμεων, την καταστροφή των ανθρώπων και την καταστροφή της επένδυσης της κοινωνίας στην εκπαίδευση, καλλιεργεί και διαιωνίζει την εξουσία της.
Η ιδιότυπη ισότητα στην οποία ωθεί την εκπαίδευση μέσω της διάλυσης η κρατικοκομματική γραφειοκρατία είναι μια παραλλαγή του πρωτόγονου κομμουνισμού ή του αγροτικού κομμουνισμού δηλαδή της ισότητας στην αθλιότητα και στην άγνοια την οποία ονειρεύτηκαν και έβαλαν στην πράξη οι ερυθροί Χμερ και άλλοι μικροαστοί που διάβασαν καταστροφικά ανεπαρκείς περιλήψεις του μαρξισμού. Η διαφορά ωστόσο του ‘‘κομμουνισμού’’ της ΔΟΕ και της ΟΛΜΕ, δηλαδή εκείνου του ΚΚΕ και του ΣΥΝ, από τον ‘‘κομμουνισμό’’ των Χμερ είναι ότι ο δεύτερος σήμαινε πολύ σκληρή δουλειά στην ύπαιθρο με υποτυπώδη εργαλεία, ενώ ο πρώτος σημαίνει απόλυτη τεμπελιά στην πόλη και καταστροφή των πιο σύγχρονων εργαλείων εκπαίδευσης και παραγωγής που μια κοινωνία είχε την ατυχία να εμπιστευτεί στην παρασιτική δημόσια υπαλληλία της.
Επειδή τα παιδιά των φτωχών μειονεκτούν έναντι των παιδιών των εύπορων σε όλα τα επίπεδα της μόρφωσης γι’ αυτό και ένα εκπαιδευτικό προοδευτικό κίνημα πρέπει να διεκδικεί από την άρχουσα τάξη καλύτερους δασκάλους, καλύτερα σχολεία, την ενίσχυση στην μελέτη με περισσότερη διδασκαλία, για να αναπληρώνουν την μικρότερη γονική στήριξη στο διάβασμα και για να καλύπτουν τις επιστημονικές και πολιτιστικές ελλείψεις της οικογένειας. Αυτό για να γίνει απαιτεί ακόμα και θυσίες από τους εκπαιδευτικούς και όχι γραφειοκράτες αστούς νέου τύπου που σαμποτάρουν την πρόσθετη διδακτική στήριξη και την ενισχυτική διδασκαλία και συνολικά την εκπαίδευση, επειδή τα συμφέροντά τους είναι δεμένα με την υπανάπτυξη. Οι υπεύθυνοι της διάλυσης της εκπαίδευσης που ενώνονται με το λούμπεν της τάξης τους επειδή ακριβώς και οι ίδιοι είναι τμήμα του χειρότερου λούμπεν προλεταριάτου είναι αυτοί που μεταθέτουν τα προβλήματα διαστρέφουν την πραγματικότητα και προπαγανδίζουν ότι με τα λεφτά, με την διόγκωση της γραφειοκρατίας και την κατάργηση της ιδιωτικής εκπαίδευσης θα αυξηθούν οι επιδόσεις των μαθητών. Η άρνηση να αποδεχτούν ένα ελάχιστο ποσό γνώσεων σαν προϋπόθεση εισαγωγής στα ΑΕΙ-ΑΤΕΙ και το κατρακύλισμα των βάσεων εισαγωγής κοντά στο μηδέν οφείλεται στο ότι έτσι δεν φαίνεται η γύμνια της εκπαιδευτικής διαδικασίας τόσο στην πρωτοβάθμια όσο και, κυρίως, στην δευτεροβάθμια εκπαίδευση. Δεν φαίνεται η διάλυση που επικρατεί στα σχολεία και που γίνεται ορατή ιδιαίτερα την περίοδο κοντά στις εξετάσεις όπου οι υποψήφιοι-μαθητές αδειάζουν τις σχολικές αίθουσες του δημόσιου δωρεάν σχολείου για να αγοράσουν λίγη παραπάνω γνώση στα ιδιωτικά φροντιστήρια.
Στο κείμενο που δημοσίευσε η ΟΛΜΕ για το ζήτημα καμώνεται την πολιτισμένη και αναγνωρίζει ότι πρέπει να ανέβουν οι επιδόσεις των υποψηφίων με διάφορα μέτρα που η ίδια όμως σαμπόταρε για να διευκρινίσει αμέσως μετά ότι: «Το ΔΣ της ΟΛΜΕ θεωρεί ότι αυτό που έχει προτεραιότητα για τους εργαζόμενους τους κοινωνικά ανίσχυρους και τους κοινωνικά αποκλεισμένους είναι η κατοχύρωση της παιδείας και της εκπαίδευσης σε όλες τις βαθμίδες της, ως δημόσιου αγαθού, και η γενναία χρηματοδότησή της. Αυτός είναι ο μόνος ασφαλής δρόμος για να αναβαθμιστεί το εκπαιδευτικό μας σύστημα και να διασφαλιστούν οι όροι και οι προϋποθέσεις για την ελεύθερη πρόσβαση όλων σε υψηλής ποιότητας μορφωτικά και εκπαιδευτικά αγαθά.» Οι προϋποθέσεις της αναβάθμισης που θα ανεβάσουν και τις επιδόσεις των υποψηφίων φοιτητών είναι να μετατραπεί η εκπαίδευση στο σύνολό της σε «δημόσιο αγαθό», δηλαδή να κλείσουν όλα τα ιδιωτικά εκπαιδευτήρια, να μην μπορούν να δημιουργηθούν νέα, να μην αλλάξει το άρθρο 16 του συντάγματος, και να χρηματοδοτηθεί γενναία η εκπαίδευση με το αίτημα του 5% που θέτει πάντα η ΟΛΜΕ. Τότε ξεπερνιέται τον εμπόδιο και της χαμηλής επίδοσης αλλά και της χαμηλής στάθμης των σπουδών και ανοίγει έτσι και ο δρόμος για την ελεύθερη πρόσβαση στα ανώτατα ιδρύματα!
Αυτή η διαστροφική θεωρία των «κοινωνικών αιτίων» που καταλήγει στην γλυκερή γλώσσα του «δημόσιου αγαθού» και την γενναία χρηματοδότηση της παιδείας, είναι η θεωρία των παρασίτων που για να διατηρήσουν τον έλεγχο της εκπαίδευσης πρέπει πρώτα να την κρατούν διαλυμένη.
Τα τελευταία χρόνια η σχέση των επενδύσεων στην εκπαίδευση με την επίδοση είναι αντίστροφη. Όσο περισσότερα λεφτά δίνονται τόσο πέφτει το επίπεδο. Αυτή η αναστροφή των προσδοκιών της κοινωνίας πραγματοποιείται φυσικά από τους διαχειριστές της εκπαίδευσης, τις 4 κομματικές ηγεσίες και τα εκτελεστικά όργανα της πολιτικής τους τις διακομματικές οργανώσεις ΟΛΜΕ, ΔΟΕ και ΠΟΣΔΕΠ.
Η κοινή αντίληψη των δημαγωγών της ΟΛΜΕ και της ΔΟΕ για τις μαθητικές επιδόσεις βρίσκεται διατυπωμένη στο κοινό κείμενό τους για την δολοφονία του μικρού Άλεξ. ««η εκπαιδευτική πολιτική, καθώς είναι κυρίαρχη η αντίληψη ότι πρώτη φροντίδα πρέπει να είναι η βελτίωση των επιδόσεων πάση θυσία, και έτσι ωθούνται τα παιδιά στην ανταγωνιστικότητα και στον ατομικισμό. Τα παιδιά που δεν ευνοούνται, για κοινωνικούς και προσωπικούς λόγους, σε αυτό το εξοντωτικό κυνήγι της σχολικής επιτυχίας, εύκολα στιγματίζονται, απομονώνονται και περιθωριοποιούνται από τα τρυφερά τους χρόνια. Αν ταυτόχρονα είναι και παιδιά μεταναστών, ο στιγματισμός τους μπορεί να ενισχυθεί και από ρατσιστικές αντιλήψεις.
Καθώς η ένταξη των λεγόμενων “κακών” μαθητών στο σχολείο γίνεται προβληματική, αναζητούν αναγνώριση και ταυτότητα σε άλλες ομάδες, συνήθως περιθωριακές, που εύκολα εκδηλώνουν αντικοινωνική συμπεριφορά».
Η επίδοση δεν είναι το αποτέλεσμα της κοινωνικής διαστρωμάτωσης εντός του σχολείου και στο σύνολο των σχολείων, δεν είναι αποτέλεσμα των προσπαθειών των καθηγητών να δουλέψουν με τους μαθητές τους, αλλά μπορεί να είναι και γενεσιουργός αιτία του παιδικού εγκλήματος! Το ότι το ζητούμενο σε κάθε εκπαίδευση από την δουλοκτητική κοινωνία είναι η μεγαλύτερη επίδοση των μαθητών, ότι αυτός είναι ο στόχος, δεν παίζει ρόλο για τους «παιδαγωγούς» μας. Γιατί οι υψηλές επιδόσεις απαιτούν δουλειά, αξιολόγηση, κατάργηση της λούφας και της κοπάνας, γιατί σημαίνουν κοινωνική ανάπτυξη και τελικά κατάργηση της ανατολικού τύπου γραφειοκρατίας.
Η βάση του δέκα που έθεσε το υπουργείο βρίσκεται στην τυπική λογική ενός συστήματος που έχει άριστα το 20. Πρόκειται για ένα πολιτικό μέτρο ενάντια στην διάλυση της εκπαίδευσης και στην κυριαρχία της κρατικοκομματικής γραφειοκρατίας. Εδώ δεν πρόκειται για μια βάση του 15, του 14 η του 13, σαν παράδειγμα, που αποκλείει εμφανώς χιλιάδες ανθρώπους που θα μπορούσαν να σπουδάσουν, αλλά για την βάση της βαθμολογίας που το εκπαιδευτικό σύστημα την θέτει πάντα σαν κάτω το όριο της επιτυχίας και σαν μια ελάχιστη προϋπόθεση για να μπορεί κανείς να παρακολουθήσει μαθήματα ανώτατης εκπαίδευσης.
Ο αγνωστικισμός με τον οποίο περιβάλλει σκόπιμα η συνδικαλιστική γραφειοκρατία την βάση του 10 είναι και αυτός διεστραμμένος. «Αποδεικνύουν» με διάφορα επιχειρήματα το αυτονόητο, το ότι δηλαδή η βαθμολογία δεν μπορεί να είναι απόλυτα δίκαια, για να ισχυριστούν στη συνέχεια ότι αφού η βάση του 10 αδικεί κάποιους άρα πρέπει να καταργηθεί. Μήπως υπάρχει εκπαιδευτικό σύστημα ακόμα και στην απελευθερωμένη κοινωνία των φτωχών που με απόλυτη δικαιοσύνη μπορεί να κατατάξει την αξία των υποψηφίων για σπουδές; Αυτό που κάνουν όλα τα εκπαιδευτικά συστήματα είναι να κατηγοριοποιούν τις απαιτήσεις τους και να εντάσσουν τους υποψηφίους σε αυτές με διαφορετικά κριτήρια βέβαια στα διάφορα κοινωνικά συστήματα. Η ικανότητα του υποψηφίου όμως να ανταποκριθεί στις δυσκολίες της σπουδής είναι το αυτονόητο, το «φυσικό» κριτήριο. Αλλά και αυτό ακόμα κρίνεται.
To ότι οι αναβαθμολογήσεις στην έκθεση και μόνο στα διορθωτικά κέντρα φτάνουν στο 30 και 40% αρκεί σαν παράδειγμα, την ίδια στιγμή που ένας υποψήφιος χάνει την ιατρική για ένα μόριο. Σε περισσότερο ελεύθερες κοινωνίες η ικανότητα για σπουδές δεν κρίνεται με όρους απαράδεκτους που κρίνουν τις ανθρώπινες ικανότητες με εντεταλμένους κρατικούς ή και ιδιώτες εξεταστές που η βαθμολογία τους κατοχυρώνεται νομικά και δεν λαθεύουν στην κρίση τους σύμφωνα πάντα με τον νόμο ούτε στο 1/18000, όπως εκείνη του άτυχου υποψηφίου της ιατρικής, αλλά με διαδικασίες κοινωνικού ελέγχου που αποτιμούν την συγκρότηση, την ικανότητα και το κοινωνικό όφελος από τις σπουδές των υποψηφίων. Σε απελευθερωμένες κοινωνίες ο φοιτητής δεν πάει για να πάρει το ατομικό του πτυχίο εμπόρευμα που θα το πουλάει για προσωπικό του όφελος αλλά για να σπουδάσει ένα αντικείμενο ανάλογα με τις κλίσεις του που η κοινωνία το έχει ανάγκη και θα οφεληθεί από την συνειδητή κοινωνική του προσφορά. Γι’ αυτό και η επιλογή του είναι αντικειμενικότερη γιατί γίνεται με διαδικασίες στις οποίες συμμετέχουν όχι μόνο το εκπαιδευτικό σύστημα αλλά και οι οργανώσεις του χώρου δουλειάς του και του ευρύτερου κοινωνικού του χώρου.
6/9/2006